αγγλοσαξονικός

αγγλοσαξονικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αγγλοσάξονες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγγλοσαξονικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τους Αγγλοσάξονες* και τον πολιτισμό τους 2. αυτός που αναφέρεται στους λαούς, τους οποίους συνδέει η κοινή καταγωγή τους από τα Βρετανικά νησιά και κυρίως η αγγλική πολιτιστική κληρονομιά …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • όπεν μάρκετ — (open market). Οι λεγόμενες open market operations (πράξεις ανοιχτής αγοράς) αποτελούν κλασικό μέσο νομισματικής πολιτικής που διαθέτει η κεντρική τράπεζα. Αρχικά η πολιτική αυτή εφαρμοζόταν σε μεγάλη κλίμακα από τις τράπεζες του Ομοσπονδιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”